iaspis.net

ΤΟ ΔΕΝΔΡΟΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
firehorse.jpg

Πάνω που είπα να χαρώ...

Κώστας Τόλης
2018-06-13

Ωρίμασα ξαφνικά...

Και μαύρα πέπλα γεμάτα μαύρες σκέψεις με κατακλύζουν και πάγωσε το γέλιο στα χείλη μου...

Προλαβαίνω; δεν προλαβαίνω; να τελειώσω όλα όσα έχω κατά νου;

Και μετά; τι γίνεται μετά; αν και όταν τελειώσω και δεν αισθάνομαι πλέον το σώμα μου και αρχίζω και το αποχωρίζομαι σιγά σιγά, όπως η πρωινή ομίχλη που αναδύεται πάνω από τη λίμνη και διαλύεται παρασυρμένη από τον αέρα, σχηματίζοντας δροσοσταλίδες για να δροσιστούν οι πεταλούδες που πετούν στα παράλια της λίμνης :)

Αλλά νομίζω έχω ξαναγράψει γι αυτό το θέμα πιο παλιά και δεν νομίζω ότι χρειάζεται φρεσκάρισμα :)

Αλλά για όσους δεν το έχουν διαβάσει, θα το αναδημοσιεύσω κι εδώ, γιατί αν σας στείλω στο πρωτότυπο, θα ξεχάσετε ότι εδώ είστε για την αστρολογία και ότι κάποια στιγμή πρέπει να γίνετε και μέλη. Γιατί ρε φίλε, αν δεν γίνεις μέλος, πώς θα "μυηθείς" στα Μυστήρια που κρύβουμε από τους αμύητους; :) :) :) :) ... pay cash, no rush, λοιπόν και πάμε για υψηλή λογοτεχνία ;)

Φλογερές αναμνήσεις μιας ζοφερής πραγματικότητας

αδόμητο δοκίμιο

Εκρήξεις, χρώματα, ήχοι, παράθυρα στο χρόνο που τρέχει αμείλικτος και κυνηγάει το θάνατο. Το τρένο που έφυγε δεν είχε βαγόνια, παρά μόνο ατμομηχανή· είχαν ξεχάσει να συνδέσουν τις ράγες και εκτροχιάστηκε, όπως είχαν εκτροχιαστεί κι όλοι οι επιβάτες που σκόπευαν να πάρουν αυτή τη γραμμή Κρήτης – Πελλοπονήσου· έτσι πήραν το καράβι να πάνε στην Γιάννενα. Μπήκα κι εγώ σ' αυτό το καράβι αλλά δε θυμάμαι το ταξίδι, ξύπνησα όταν φτάσαμε στη λίμνη όπου μας περίμενε ο Αλή Πασάς αγκαλιά με την κυρά-Φροσύνη. Το πρόσωπο της κυρά-Φροσύνης ήταν μελαγχολικό και βλοσυρό συνάμα. Έσπρωξε τον Αλή Πασά που μας χαιρετούσε εγκάρδια με το άλλο χέρι κι αυτός έπεσε στο νερό. Ένας καρχαρίας ξεπρόβαλε αμέσως και τον καταβρόχθισε μονομιάς. Έδωσα ένα σάλτο και προσγειώθηκα στα χαλάσματα ενός ορυχείου λιγνίτη στο νησί των Φαιάκων. Στην είσοδο του ορυχείου στεκόταν το φάντασμα ενός νεκρού καταπλακωμένου εργάτη και κοίταζε τη θάλασσα που δεν είχε νερό, αλλά πίσσα. Ένα μαύρο σύννεφο περνούσε εκείνη την ώρα κι αρχίσαν και πέφταν τα πρώτα πούπουλα. Φτερά και πούπουλα φώναξε η παρεξηγημένη αδερφή του νεκρού εργάτη καθώς διέσχιζε τον πεζόδρομο στη δεξιά πλευρά των Αχαρνών, δίπλα στη χρυσοστόλιστη πόρτα της στοάς των φυλακισμένων ψυχών που καραδοκούσαν τους περαστικούς να τους ζητιανέψουν ταμπάκο. Οι περαστικοί όμως αδιαφορούσαν και μερικοί εκνευριζότανε κι όλας και πέταγαν πέτρες στις φυλακισμένες ψυχές. Τι ήθελε να πει ο ποιητής αναφώνησε ξαφνικά μέσα στη σιωπή η Μαρία. Μα κανένας δεν την άκουσε, ούτε κι η ίδια άκουσε τη φωνή της. Ήταν μουγγή. Και τρελή. Και κουτσή. Και στραβή. Και φαφούτα. Και τσιγγούνα. Παντρεύτηκα αμέσως τη Μαρία γιατί τουλάχιστον είχε μουνί. Και δε μιλούσε, δε μ' ενοχλούσε, δε με πρόσεχε καν. Ευτυχώς, γιατί ούτε εγώ πρόσεχα τη Μαρία. Όπως και ο Πέτρος στην Πύλη του Παραδείσου, δεν πρόσεχε κι έχασε τα κλειδιά του. Και έτσι κανένας δεν μπορούσε να μπει ούτε να βγει πλέον από τον Παράδεισο. Ούτε ο ίδιος ο Πέτρος. Ο Πέτρος σκέφτηκε να βάλει εκρηκτικά και να ανατινάξει την πόρτα. Φοβόταν όμως την οργή του Κυρίου. Του Θεού του. Γιατί μετά θα έπρεπε να επισκευάσει την πόρτα και να αγοράσει νέα κλειδιά κι όλα αυτά κόστιζαν κι ο Πέτρος δεν είχε λεφτά, μόνο ο Θεός είχε λεφτά να πληρώσει για να αγοράσουν καινούργια πόρτα και κλειδιά κι ο Θεός εκνευριζότανε κάθε φορά που έπρεπε να δώσει λεφτά. Παράτησα τον Πέτρο στα προβλήματά του και πέταξα στο Φεγγάρι να πάρω το πρωινό μου παρέα με τους μετεωρίτες που πέφταν ασταμάτητα και άνοιγαν μεγάλες τρύπες στο Φεγγάρι γιατί τους την έσπαγε πάρα πολύ που ήταν εκεί το Φεγγάρι. Δεν ήξεραν γιατί τους την έσπαγε, αλλά τους την έσπαγε. Ίσως γιατί είχε σταθερή πορεία και περιστρεφόταν γύρω από τη Γη, ενώ αυτοί δεν είχαν νόημα και σκοπό, δεν ξέραν γιατί υπάρχουν, δεν ξέραν τι να κάνουν πέρα από το να περιπλανιούνται ασταμάτητα στο διάστημα και συνέχεια αυτοκτονούσαν, πότε στο Φεγγάρι, πότε στη Γη, πότε στον Ήλιο. Τον αποφεύγαν όμως τον Ήλιο, γιατί έκαιγε πολύ και δεν ήταν και ο καλύτερος τρόπος αυτοκτονίας για τους μετεωρίτες. Αφού έφαγα τρεις μετεωρίτες για πρωινό και χόρτασα, ξάπλωσα στην πλαζ με την κινούμενη άμμο να κάνω την πρωινή μου ηλιοθεραπεία, δίπλα στους υπόλοιπους τουρίστες. Ξαφνικά μια σκιά μου έκρυψε το φως του Ήλιου και άνοιξα τα μάτια. Ήταν η Ωραία Ελένη καβάλα σε ένα σκουπόξυλο. Σταμάτησε και με ρώτησε αν ήθελε να μου καθαρίσει το κορμί από την άμμο με τη σκούπα της. Της έδωσα μερικά χρήματα και της είπα ότι δεν ήθελα γιατί θυμόμουν ακόμα τι είχε κάνει στον Πάρη τότε στην Τροία και το πόσο μοχθηρή και κακιασμένη ήταν. Και ήξερα επίσης πώς χρησιμοποιούσε το σκουπόξυλό της όταν ήταν μόνη μιας και κανένας δεν την ήθελε πλέον για μετραίσα του μετά από τότε που διαδόθηκαν τα νέα για την Τροία. Έφυγε νευριασμένη και κατευθύνθηκε προς τον Όμηρο και τον Τειρεσία που στεκόταν πιο πέρα και παίρναν το πρωινό τους· δυο σταφιδιασμένοι γέροι και τυφλοί, όπως μοιάζει ετούτη η γη σαν μαγική αυλή. Άρχισε να βρίζει πάλι τον Όμηρο που είχε κάνει βούκινο τα κατορθώματά της με αποτέλεσμα να την αποφεύγουν όλοι οι σώφρονες άνθρωποι από τότε και στο εξής. Κάποτε σκέφτηκα, αυτή η γυναίκα κυβερνούσε δύο βασίλεια, τώρα είναι μόνο μια γριά στρίγγλα και κακιασμένη καρακάξα. Άνοιξα τα μάτια πάλι μετά από ένα σύντομο ύπνο και δεν ήξερα ποιός ήμουν, πού ήμουν, τι γύρευα σε κείνο το μέρος, γιατί ήμουν μόνος, πού ήταν οι άλλοι, ποιοί άλλοι; Μα αυτοί που θα έπρεπε να είναι εκεί. Πάντα κάποιος έπρεπε να είναι εκεί που θα ήμουν κι εγώ, δεν μπορούσα τη μοναξιά. Κρίμα σκέφτηκα πάλι. Κρίμα. Κρίμα. Κρίμα. Φτάνει πια με τα κρίματα όμως, με τα κρίματα δεν γλιτώνουν τα εγκλήματα, τουναντίον μάλιστα ξανασκέφτηκα. Σκοτάδι παντού. Κι όμως δεν είχε νυχτώσει. Τι είχε γίνει; Τι μου είχε συμβεί; Μόνος, απόλυτο σκοτάδι, απόλυτη σιωπή... Κανένας ήχος, κανένας θόρυβος, τίποτα... Άπλωσα τα χέρια μου, προσπάθησα να ακουμπήσω κάτι, τίποτα... Άρχισα να περπατάω με τα χέρια απλωμένα ψάχνοντας για την έξοδο. Και ξαφνικά, άρχισα να πέφτω, δεν κατρακυλούσα, απλά έπεφτα, έπεφτα, έπεφτα και δεν είχε τελειωμό η πτώση. Τότε κατάλαβα! Είχα καταδικαστεί να πέφτω αιώνια, εις τον αιώνα τον άπαντα, να πέφτω συνέχεια μες το απόλυτο σκοτάδι και την απόλυτη σιωπή. Ήταν η Μοίρα μου! Μετά όμως από λίγο καιρό άρχισα να το συνηθίζω. Τελικά άρχισε να μου αρέσει κι όλας. Η Αιώνια Πτώση, σκέφτηκα. Δεν είναι κι άσχημα. Τουλάχιστον βρήκα κι ένα σκοπό στη ζωή μου επιτέλους, μια Αποστολή! Επιτέλους, βρήκα το νόημα της ζωής μου! Η Αιώνια Πτώση! Άρχισα να κουνάω τα χέρια, τα πόδια, έκανα τούμπες με όλο μου το κορμί και έπεφτα, έπεφτα χαρούμενος και συνέχεια. Τελικά ο κόσμος αποκτάει άλλο νόημα, σκέφτηκα, όταν έχεις μια αποστολή! Αυτό ήταν που μου έλειπε τόσους και τόσους αιώνες, μια αποστολή. Επιτέλους λυτρώθηκα από τα δεσμά της αμφιβολίας! Άλλοι έχουν σκοπό να κάνουν οικογένεια και παιδιά, να διαιωνίζουν το είδος, να γεμίζουν ο ένας του άλλου τα κενά της ανυπαρξίας του λόγου της ύπαρξής τους, εγώ είχα αλλιώτικη αποστολή, να πέφτω αιώνια, ήταν κι αυτό ένας νεωτερισμός. Δεν είχα δει και πολλούς άλλους να το κάνουν. Ήμουν ο Εκλεκτός! Μετά τον πρώτο ενθουσιασμό όμως, σκέφτηκα, πώς, αφού βρίσκομαι στο απόλυτο σκοτάδι και στην απόλυτη σιωπή και στην απόλυτη και αιώνια πτώση, πώς θα ήμουν σίγουρος ότι ήμουν ο Μοναδικός; Αφού δεν έβλεπα, πώς θα ήμουν σίγουρος ότι δεν υπήρχαν κι άλλοι σαν κι εμένα που να πέφτουν κι αυτοί αιώνια και μόνοι; Ξαφνικά μεγάλες και πολλές αμφιβολίες άρχισαν να περνούν από το κεφάλι μου. Και ξαφνικά επίσης, άρχισα να βαριέμαι. Ωραία ήταν μέχρι τώρα η ελεύθερη πτώση, αλλά είχε καταντήσει μονοτονία. Έπρεπε να βρω τρόπο να το σταματήσω αυτό. Άνοιξα το στόμα μου να φωνάξω, βαριέμαι, αλλά δεν ακούστηκε ήχος. Περίεργο σκέφτηκα. Ούτε τον εαυτό μου δεν μπορώ να ακούσω τώρα; Τι 'ναι πάλι τούτο; Δοκίμασα να ουρλιάξω, να στριγγλίσω, μα τίποτα... Είχα απελπιστεί, άρχισα να κλαίω με λυγμούς, μα μήτε ήχος μήτε δάκρυα βγήκαν. Άρχισα σιγά σιγά να συνειδητοποιώ, ότι όλος αυτός ο πόνος και το μαράζι μου για την αιώνια μοναξιά μου, μαζευόταν μέσα μου. Άρχισα να νιώθω το σώμα μου να φουσκώνει, να φουσκώνει, να φουσκώνει σαν κόκκινο μπαλόνι που από την υπερβολική πίεση είναι έτοιμο να εκραγεί. Φοβόμουν τρομερά, μα δεν μπορούσα να σταματήσω να φουσκώνω. Και ξαφνικά, έσκασα! Διαλύθηκα σε τρισεκατομμύρια μικροσκοπικά μόρια, πρωτόνια, νετρόνια, ηλεκτρόνια, νουκλεόνια, φωτόνια. Πάει, τώρα πέθανα σκέφτηκα. Μα πάλι, αφού σκέφτομαι, δεν είναι δυνατόν να πέθανα. Ή μήπως και οι νεκροί σκέφτονται; Καινούργια αναπάντητα ερωτηματικά άρχισαν να με βασανίζουν... Και ξάφνου άρχισα να συνειδητοποιώ ότι βρίσκομαι παντού! Ξανάρχισα να βλέπω και διαπίστωσα ότι έβλεπα εκατομμύρια κόσμους και σύμπαντα γύρω μου. Πού στο διάβολο βρισκόμαι; αναρωτήθηκα. Τι είμαι; Ποιός είμαι; Πού πάω; Από πού έρχομαι; Πού βρίσκομαι τώρα; Πώς θα ξαναμαζέψω τα κομμάτια μου; Καμία απάντηση δεν ήρθε να με διαφωτίσει πάνω στα θεμελιώδη αυτά ερωτήματα. Κι έτσι συνέχισα να διαλύομαι και να διαλύομαι και να διαλύομαι, παρατηρώντας τα πάντα, παντού, στον πάνω και στον κάτω κόσμο, στο άπειρο, για πάντα.......................................

Tags: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Μέλη




Προηγούμενο
Αιγαίο Πέλαγος