iaspis.net

ΤΟ ΔΕΝΔΡΟΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
sex-pistols.jpg

Διακοπές στον Ήλιο

Κώστας Τόλης
2018-05-07

Μυθιστόρημα για την παραλία :)

HOLIDAYS IN THE SUN

Το 1990 αποφάσισα να κλείσω την περίοδο της τυχοδιωκτικής μου εφηβείας, με διακοπές. Αφού είχα δοκιμάσει να σπουδάσω, να πάω στρατό, να γίνω επιχειρηματίας και να παντρευτώ και απότυχα σε όλα αυτά, είπα να κάνω δώρο στα χαμένα μου νιάτα..., ένα ταξίδι διακοπών στην Κρήτη, για την οποία είχα ακούσει πολλά καλά, από πολλούς και διάφορους ανθρώπους.
Έτσι, περί το Μάη, χτύπησα κάτι μεροκάματα στην οικοδομή, μάζεψα 100 χιλιάρικα και την έκανα μαζί μ' ένα φιλαράκι μου, το Νίκο, που είχε τις ίδιες - πάνω κάτω - ανησυχίες με μένα εκείνη την περίοδο.
Αφού φτάσαμε στα Χανιά, πήγαμε και βρήκαμε τον αδερφό του Νίκου, που έμενε στην Κρήτη γιατί είχε παντρευτεί Κρητικιά. Μείναμε εκεί καμιά βδομάδα περίπου και δουλέψαμε λίγο στα θερμοκήπια του πεθερού του αδερφού του Νίκου. Αλλά πάνω στη βδομάδα σκεφτήκαμε ότι δεν ήρθαμε στην Κρήτη για να καθαρίζουμε θερμοκήπια και την κάναμε από κει λάου λάου.

***

Το λεωφορείο σταμάτησε κάπου στο πουθενά και ο οδηγός μας είπε να κατεβούμε. Μας έδειξε ένα χωματόδρομο και μας είπε πώς μετά από καμιά δεκαπενταριά χιλιόμετρα είναι η Πρέβελη. Αυτό δεν το 'χα σκεφτεί και με πόνεσε λίγο, αλλά το ξεπέρασα περπατώντας και κουβαλώντας το σάκο μου και περιμένοντας να βρεθεί κανας χριστιανός να μας πάρει. Χριστιανός δεν ευκαιρούσε εκείνη την ώρα κι έτσι μετά μεγάλων κόπων και βασάνων, φτάσαμε στη θάλασσα. Εκεί ανακαλύψαμε ότι η Πρέβελη είναι ένα φαράγγι και από το σημείο που ήμασταν για να κατέβουμε στην παραλία, μας δινόταν η μοναδική ευκαιρία να ασκηθούμε στην ορειβασία, που τόσο μα τόσο καιρό είχαμε επιθυμήσει και διαπιστώσει την έλλειψή της. Ειδικά μετά από τον ποδαρόδρομο, η ορειβασία είναι η τελείωση, η νιρβάνα, είπα στον εαυτό μου και ο Νίκος συμφώνησε μαζί μου, βρίζοντας και βλαστημώντας.

Με τα πολλά και αφού ακούγαμε τον ήχο ενός τυμπάνου, λες και περιμένανε την άφιξή μας, φτάσαμε στην παραλία. Η πρώτη εντύπωση ήταν καταπληκτική, οι μαγικοί συνδυασμοί της φύσης φανήκαν ιδιαίτερα απλόχεροι σ' αυτό το δυσκολοπάτητο μέρος. Ο Νίκος είχε την ίδια εντύπωση με μένα και για να γιορτάσουμε την άφιξή μας, πήγαμε στο μοναδικό κατάστημα που διέθετε η περιοχή - ένα πρόχειρο οικοδόμημα 2x3, με τις αναγκαίες πραμάτειες για τους περίεργους τουρίστες της παραλίας, που το διατηρούσε ένας μεσόκοπος Κρητικός, ο οποίος έφερνε τις πραμάτειές του με μια βάρκα. Αφού γνωριστήκαμε, αγοράσαμε ένα δίκιλο μπουκάλι κρασί και πήγαμε και αράξαμε στην όχθη του Κουρταλιώτη, του ποταμού που εκβάλει στην παραλία της Πρέβελης. Μάλλον όμως το ήπιαμε πολύ γρήγορα και επίσης, ήτανε μπόμπα, και έτσι αρχίσαμε να ξερνάμε και οι δυο μαζί και καθώς ήμασταν πολύ κουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι κοιμοιθήκαμε επί τόπου.

***

Σιγά σιγά, αρχίσαμε και γνωρίζαμε τους υπόλοιπους θαμώνες της παραλίας και αποκτούσαμε κάποιες σχέσεις και ιδιαίτερα με ανθρώπους που γνώριζαν πράγματα που μας ενδιέφεραν ιδιαίτερα, όπως το χασίς για παράδειγμα. Έτσι για αρχή ανακαλύψαμε ότι κάθε βράδυ, από την ώρα που έπεφτε ο Ήλιος και μέχρι να ξημερώσει, οι <<παλιοί>>, μαζευότανε στην πόρτα της εκκλησίας που ήτανε στην παραλία, συνοδεία μουσικών οργάνων και ανάβανε τα τσελέμια το ένα μετά το άλλο. Ντροπαλός και δισταχτικός στις σχέσεις μου ήμουνα πάντα, αλλά μπροστά στη μυρουδιά του καλού χασίς, δεν μπόρεσα να αντισταθώ και σίμωσα επιφυλλαχτικά, δήθεν τάχα να ακούσω την ωραία μουσική που παίζανε κει πέρα, γιατί για να λέμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη και με το μπαρδόν, ήτανε άσχετοι από μουσική όλοι. Κι έτσι αφού δεν ενοχλήθηκε κανείς, έκατσα και γω στον κύκλο και περίμενα υπομονετικά τη σειρά μου, τηρώντας κατά γράμμα τον εθνικό ύμνο των χασικλίδων, <<με τη σειρά μου θα τον πιω>>. Και η σειρά μου δεν άργησε να 'ρθει και κείνο το βράδυ έκανα πολλούς και καλούς φίλους και η σειρά μου ερχότανε και ξαναρχότανε και εγώ ένιωθα όλο και πιο καλά και για να μην τα πολυλογούμε η σειρά μου κράτησε 3 ολόκληρους μήνες, τους πιο όμορφους μήνες διακοπών, της μέχρι τότε ζωής μου. Και θα καταλάβετε παρακάτω το γιατί.

Ο Χρήστος ένας μόνιμος, μας είπε ότι υπήρχε ένα τίπι (έτοιμη καλύβα στηριγμένη σε φοίνικα και φτιαγμένη από τα φύλλα του φοίνικα), που ο ιδιοκτήτης του, θα αργήσει πολύ να έρθει και αν θέλουμε μπορούμε να μείνουμε, εγώ κι ο Νίκος, εκεί. Φυσικά θέλαμε και τον ευχαριστήσαμε. Από την παραλία διασχίζαμε καμιά πενηνταριά μέτρα μέσα από εξωτικά δέντρα και φτάσαμε σε μια περιοχή με φοίνικες δίπλα στο ποτάμι. Το τίπι μας, ήταν μέσα στον παράδεισο. Και για να μη λείψει το κερασάκι από την τούρτα, το πρώτο πρωί που ξύπνησα και βγήκα από το νέο μου κατάλυμα και τεντώθηκα και χασμουρήθηκα, ξαφνικά, βλέπω στην απέναντι όχθη, μια πεντάμορφη, γυμνή γυναίκα, με το κορμί της Αφροδίτης, να είναι σκυμμένη στην όχθη και να πλένει τα ρούχα της.
<<Έπεσα διάνα>> είπα από μέσα μου. Έκανα κι εγώ πως καθαρίζω την αυλή του τίπι και άρχισα ν' ανάβω φωτιά να πιω κανα καφέ και την παρητηρούσα μέχρι να τελειώσει το πλύσιμο των ρούχων. Ήξερα πως με είχε δει κι αυτή και ένιωθα ότι με παρακολουθούσε κι αυτή.

***

Οι μέρες κυλούσαν ήσυχα και ήρεμα. Σύντομα έμαθα ότι την <<Αφροδίτη>> μου τη λέγανε Πατρίτσια, ήταν Σκωτσέζα, αλλά δυστυχώς για μένα τα 'χε με το Θόδωρο, ένα καλό παλληκάρι. Έτσι τράβηξα τη σκέψη μου μακριά της και γενικότερα όμως τράβηξα τη σκέψη μου από όλα τα πράγματα που με απασχολούσαν μέχρι εκείνο τον καιρό. Είτε αυτά λεγότανε χρήματα και επιχειρήσεις, είτε αυτά λεγότανε γυναίκες, είτε οικογένεια, είτε οτιδήποτε. Δε σκεφτόμουνα. Σηκωνόμουνα μες τις 2 το μεσημέρι, πήγαινα έπινα τον καφέ μου στου βαρκάρη, έπαιζα το τάβλι μου και για καλή μου τύχη εκείνη την εποχή τον έβγαζα τσάμπα τον καφέ. Έριχνα καμιά βουτιά, μαγείρευα ή έτρωγα κονσέρβες και με το πέσιμο του Ήλιου, βουρ για <<της εκκλησιάς τις σκοτεινές καμάρες>>, εφοδιασμένος πλέον και με ένα μισόκιλο καλή τσικουδιά, που μου βαστούσε από το απόγευμα μέχρι την αυγή.
Οι νέοι φίλοι μου καταλάβανε ότι για τη μουσική τους ψυχαγωγία, ήμουνα καλύτερος από τους υπάρχοντες τροβαδούρους και άρχισα να δέχομαι και κάποιες κρυφές ματιές από γκόμενες, ως επί το πλείστον αλλονών. Μια μέρα η Πέτρα, η γερμανίδα γκόμενα του Χρήστου του κουτσού, που μας βρήκε το τίπι, μου είπε ότι έχει μια κιθάρα στη σπηλιά του Χρήστου και αν συμφωνώ να τη φέρει στο τίπι μου για να τη μάθω να παίζει. Συμφώνησα. Έτσι ένα απόγευμα που ο Χρήστος είχε κατέβει στο Ρέθυμνο για κάποια δουλειά, η Πέτρα με επισκέφτηκε με την κιθάρα της και βολεύτηκε άνετα και γρήγορα. Κάθησε ακουμπισμένη σε ένα σάκκο που βρισκόταν εκεί, με τα πόδια ανοιχτά, χωρίς κυλότα ή μαγιό φυσικά, να με κοιτάζει στα μάτια και να μου χαμογελάει πονηρά κρατώντας και γρατσουνώντας την κιθάρα. Σοκαρίστηκα λίγο μπορώ να πω, αλλά ούτε είπα ούτε έκανα τίποτα σχετικά με την εμφάνισή της, γιατί πολλοί εδώ κυκλοφορούσαν γυμνοί. Έτσι μπερδεύτηκα κάπως και επειδή ήξερα ότι τα 'χει με κάποιον και επειδή δεν ήταν και αυτό ακριβώς που έψαχνα, δίστασα να της την πέσω. Μετά από λίγες μέρες ο Νίκος, ο φίλος και συνοδοιπόρος μου, μου είπε ότι μια μέρα πήγε μαζί με την Πέτρα σε μια γειτονική μικρή παραλία και τα κάνανε όλα. Του είπα μπράβο και δεν ένιωσα κανένα συναίσθημα για το περιστατικό.

***

Στο <<καφενεδάκι>> της παραλίας γνώρισα ένα γέρο κρητικό, ο οποίος ήταν ξυπόλυτος και είχε πάντα ένα χαμόγελο ανάμεσα στα μουστάκια του που δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ. Τον λέγαν Μανωλιό και ήταν λυράρης, αν και δεν έτυχε ποτέ να τον δω να παίζει λύρα. Ο Μανωλιός έμενε σε μια τέντα σε μια διπλανή παραλία, την αριστερή για την ακρίβεια, στην οποία δε σύχναζε κανένας κι έτσι ερχότανε εδώ κι έκανε παρέα με τους χίππηδες. Πολύ γρήγορα γίναμε κολλητοί. Παίζαμε τάβλι, του αγόραζα κανά μπουκάλι ρακί και μου 'λεγε ιστορίες για την Κρήτη και τη λύρα. Για τη δική του ιστορία δεν έμαθα πολλά και απ' ότι φαίνεται θα 'χε κι αυτός κάποια πονεμένη ιστορία, την οποία δεν τον πίεσα να μου την πει. Ούτε χρειαζότανε. Αυτός ο άνθρωπος ακτινοβολούσε γέλιο και χαρά. Ερχότανε τα βράδυα στην εκκλησιά, αλλά δεν κάπνιζε χασίς, έπινε τη ρακί του και ήτανε πολύ ευχαριστημένος.
Ένα απόγευμα που πεινούσα ιδιαίτερα κι αυτός το ίδιο, του είπα πως είχα πεθυμήσει να πάω σ' ένα καλό εστιατόριο, να φάω σαν άνθρωπος, να δω κόσμο διαφορετικό και γενικά ν' αλλάξω παραστάσεις. Μου είπε ότι αν θέλαμε στη διπλανή παραλία και δίπλα στην τέντα του είχε κι ένα φορτηγάκι και μπορούσαμε να πάμε στο κοντινό χωριό, στον Πλακιά, να φάμε και να δούμε κρητικούς και τουρίστες άλλου είδους. Η ιδέα του μου άρεσε πολύ κι έτσι ξεκινήσαμε. Η διάβαση από τη μία παραλία στην άλλη, ήταν κάτι που δεν το περίμενα. Έπρεπε να περάσουμε από ένα μονοπάτι που ίσα ίσα χώραγε ένας άνθρωπος και αν στραβοπατούσες, έκανες βουτιά από αρκετά μεγάλο ύψος στη θάλασσα. Ήταν διάβαση στο τείχος ενός γκρεμού, που κάποιο σημείο του έπρεπε να το περάσεις πατώντας πάνω σ' ένα κορμό και από κάτω το χάος. Τα καταφέραμε τέλος πάντων και φτάσαμε στο φορτηγάκι, ένα όχημα σαραβαλιασμένο, που απορούσα αν θα φτάναμε κάπου μ' αυτό. Παρ' όλα αυτά φτάσαμε και πήγαμε γρήγορα γρήγορα σ' ένα εστιατόριο και κάτσαμε σαν καθώς πρέπει κύριοι να φάμε. Τον Μανωλιό τον ξέρανε όλοι εκεί πέρα κι έτσι δεν είχαμε προβλήματα τόσο με την εμφάνιση τη δική μου, όσο και με τη δική του. Αφού φάγαμε και ήπιαμε κι ένα μπουκάλι καλό κρασί και γελάσαμε με την ψυχή μας με τα χωρατά που λέγαμε, αποφασίσαμε να πάμε να διασκεδάσουμε σε καμιά ντίσκο, να χορέψουμε και να κάνουμε καμάκι σε καμιά τουρίστρια.
Πήγαμε σε μια παραλιακή ντίσκο, που είχε αρκετό κόσμο και που πάλι ο Μανωλιός είχε γνωστούς κι αρχίσαμε τα βαριά οινοπνευματώδη. Εγώ είχα κάνει πολύ κέφι κι άρχισα να χορεύω. Μπλέχτηκα μέσα στον κόσμο, κουνιόμουνα και λικνιζόμουνα και γενικά θυμόμουν την Κέρκυρα από την οποία είχα προσωρινά δραπετεύσει. Γυρίζοντας από την πίστα, βρήκα το Μανωλιό, να 'χει ακουμπήσει το κεφάλι του στον πάγκο και να το 'χει ρίξει στον ύπνο. Μέσα στο θόρυβο και το χαλασμό, αυτός ήσυχος κοιμότανε πάνω στο σκαμπό του μπαρ. Δεν τον ξύπνησα, παράγγειλα άλλο ένα ουίσκυ και μετά κι άλλο, μέχρι που όλοι οι θαμώνες της ντίσκο είχανε φύγει και κόντευε να ξημερώσει και ο μπάρμαν κάποια στιγμή, με παρακάλεσε να τον πάρω και να φύγουμε για να κλείσουνε. Τον ξύπνησα, κατάλαβε μονομιάς τι συνέβαινε και βγήκαμε για να πάρουμε το αυτοκίνητο, να γυρίσουμε στην παραλία.
Στο γυρισμό, το αυτοκίνητο πήγαινε λες και χόρευε ταγκό, από την μια μεριά του δρόμου στην άλλη και από τη μια μεριά ήταν γκρεμός και ο Μανωλιός αναπολούσε όλα όσα είχαμε κάνει εκείνο το βράδυ και τα πρόσωπα που είχε δει και τον κάνανε να γελάει. Του επίστησα λίγο την προσοχή στην οδήγησή του και μου είπε να μην ανησυχώ και να κλείσω τα μάτια μου αν φοβόμουνα. Μα και φυσικά φοβόμουμα που να με πάρει ο διάολος. Αλλά δεν μπόρεσα να τον μεταπείσω ν' αλλάξει τρόπο οδηγικής συμπεριφοράς. Κι έτσι με γέλια και χαρές βρεθήκαμε στην παραλία που είχε τη σκηνή του. Μου είπε να μείνω και να κοιμηθώ εκεί αν θέλω, γιατί ήταν πολύ αργά και δε θα 'βλεπα, αλλά του είπα ότι μου 'χει μείνει λίγο καλό χαρμάνι στο τίπι μου και τώρα ήταν η καλύτερη ώρα γι αυτό το χαρμάνι. Χαιρετηθήκαμε εγκάρδια και χωρίσαμε.

***

Ο Κουρταλιώτης είχε πέστροφες, αυτή ήταν η πιο ευχάριστη <<έκπληξη>> για μένα. Γεννημένος στην Αθήνα, από γονείς Ηπειρώτες, πήγαινα, συχνά διακοπές στο χωριό των γονιών μου την Κλεισούρα, από το οποίο περνάει ο Λούρος ποταμός και η βασική ασχολία μου στις διακοπές μου στην Ήπειρο ήταν το ψάρεμα της πέστροφας. Εκείνο το τράνταγμα του ψαριού που σπαρταράει, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Έτσι, όταν τα φράγκα αρχίσαν και τελειώνανε και εγώ κι ο Νίκος γουστάραμε να παρατείνουμε τις διακοπές μας στην Πρέβελη, σκεφτήκαμε να δοκιμάσουμε να αρχίσουμε να τρώμε φρέσκα ψάρια, μιας και οι κονσέρβες αρχίζαν και μας πειράζανε. Είχα φέρει μαζί μου αγκίστρια και βαρίδια και βρήκα ένα καλάμι στο ποτάμι. Ο Νίκος είχε βασική ασχολία να βρίσκει τζιτζίκια, τα οποία τα χρησιμοποιούσαμε σαν δόλωμα. Εγώ από την τεχνική του ψαρέματος της πέστροφας, ήξερα - μετριόφρων πάντα - ότι είμαι ας πούμε αρκετά καλός. Στην Πρέβελη διέπρεψα, για να χρησιμοποιήσω την πιό κατάλληλη λέξη. Κατ' αυτόν τον τρόπο έλυσα το πρόβλημα του φαγητού όχι μόνο για μένα και για το Νίκο, αλλά και για πολλούς άλλους.

***

Ένα απόγευμα, καθόμουνα μαζί με δύο Αυστραλούς, που είχανε φτάσει εκείνη τη μέρα, στους πάγκους του <<καφενείου>>, και παίζαμε κάτι μπλουζιές με δυο κιθάρες που κουβαλούσανε μαζί τους οι μάγκες. Μου είχανε παραχωρήσει τη μία εμένα να παίζω τα σόλο και ο τρίτος τραγουδούσε. Μπορώ να πω ότι είχαμε φτιάξει μια καλή μανέστρα. Φαίνεται πώς παίζαμε καλά και μας πλησίασαν δυο γκόμενες, η Πατρίτσια και μια Γερμανίδα η Γκέρτρουντ, η οποία τα είχε κι αυτή με ένα Γερμανό, ο οποίος έλειπε και η οποία μου είχε φτιάξει και χαρίσει ένα πολύ ωραίο φυσικό κόσμημα για τον αριστερό μου αστράγαλο, τις τελευταίες μέρες.
Σε ένα διάλλειμα, η Πατρίτσια, με την οποία, με το πέρασμα του καιρού, είχαμε αποκτήσει κάποια οικοιότητα - μιας και πολλά τσελέμια τα 'πινα με το Θόδωρα, το γκόμενό της κι αυτή - μου είπε ότι απόψε το βράδυ, λόγω της Πανσελήνου του Αυγούστου, γίνεται ένα φαγοπότι και αν θέλω μπορώ να συμμετέχω. Ρώτησα πού; Και μου είπε: σε ένα σπίτι στο οποίο έμενε ένας Πέρσης και το οποίο βρισκόταν χωμένο σε ένα μικρό ξέφωτο κοντά στην κορυφή της μιας πλευράς του φαραγγιού για την ακρίβεια της αριστερής κοιτάζοντας από τη μεριά της θάλλασας. Είπα ευχαριστώ και ότι χαιρόμουν πολύ που μου το είπανε και με καλέσανε και κάπως καλοπροαίρετα, ρώτησα πότε πρέπει να ξεκινήσουμε και που βρίσκονται τα αγόρια τους. Μου είπε ότι καλά θα ήταν να ξεκινήσουμε καμιά ώρα προτού σκοτεινιάσει εντελώς, για να ανεβούμε με φως μιας και ο δρόμος ήταν κάπως δύσβατος και σχεδόν κάθετα ανηφορικός. Όσο για τα αγόρια τους είχαν πάει να κλέψουνε κάτι γουρούνια από κάτι εκτροφεία στην κοντινή περιοχή, άγνωστο και αδιάφορο που ακριβώς και μάλλον θα επέστρεφαν αύριο ή μεθαύριο. Την ψυλλιάστηκα, αλλά δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό. Ήταν και οι δύο <<αστέρια>>. Ο ένας Αυστραλός την κατάλαβε και ζήτησε να μάθει, αν τον παίρνει κι αυτόν να ασκηθεί στην ορειβασία. Οι κοπέλλες του είπανε φυσικά και μπορεί. Καταχάρηκε και το πρόσωπό του έλαμψε. Ο άλλος νομίζοντας ότι περισσεύει, είπε ότι ήταν πολύ κουρασμένος και θα έμενε να την πέσει για ύπνο. Και μετά από λίγο πήραμε τον ανήφορο.

Ξεκινήσαμε χαρούμενοι και κεφάτοι, τα κορίτσια μπροστά να μας δείχνουν το δρόμο και μεις από κοντά. Εγώ να σκοντάφτω και να παραπατάω, παρατηρώντας τις καμπύλες, την ευκινησία και τη χάρη αυτών των κοριτσιών. Το καταλάβανε και αρχίσανε και χαχανίζανε και μιλούσαν σιγά και ξεκαρδιζότανε. Εγώ έκανα πως δεν καταλάβαινα τίποτα. Μ' αυτά και άλλα παρόμοια, η ώρα πέρασε γρήγορα και φτάσαμε στο σπίτι του Πέρση. Στην αυλή ήταν αναμμένη μια μεγάλη φωτιά, πάνω στην οποία ψηνότανε διάφορα κρεατικά και ψαρικά. Κόσμος πολύς γνωστοί και άγνωστοι, άλλοι ψήνανε άλλοι τρώγανε, άλλοι πίνανε, άλλοι φέρνανε, άλλοι στρίβανε, άλλοι τριβόντουσαν, άλλοι χορεύανε. Τέτοια μάζωξη λίγοι έχουν ζήσει στη ζωή τους. Κι όλα, τόσο ελεύθερα!!! Έκατσα κάπου κοντά στη φωτιά. Ο Αυστραλός έπιασε κουβέντα με κάτι συμπατριώτες τους που γνώρισε εκεί. Η Πατρίτσια ήρθε κι έκατσε αριστερά μου και άρχισε να φτιάχνει ένα τσελέμι. Η Γερμανίδα, έκατσε δεξιά μου και χαμογελούσε. Ένιωθα πολύ καλά. Ο Πέρσης - που τον είχα γνωρίσει κι εγώ στην παραλία και είχαμε γίνει αρκετά καλοί φίλοι - ήρθε και μας χαιρέτησε και μας ρώτησε αν θέλαμε κάτι να πιούμε. Του είπαμε ναι και μας έφερε μια νταμιζάνα κόκκινο καλό κρασί. Ήταν πραγματικά πολύ ευγενική χειρονομία. Ο συνδυασμός, κρασιού, χασίς και ψητού ήταν πραγματικά φανταστικός και γρήγορα φτιάξαμε κέφι και κεφάλι. Η μουσική που παιζότανε από διάφορους οργανοπαίχτες, που τώρα τελευταία είχαν πληθύνει σημαντικά στην παραλία, ήταν ασυναγώνιστη και όλοι κουνιόμαστε είτε όρθιοι είτε καθισμένοι στο ρυθμό της. Μετά από πολλές κούπες και τσελέμια και όταν η στεγνή πραγματικότητα είχε αρχίσει να υγραίνεται κάπως και βρισκόμουνα σε μια ονειρική, ιδεατή, κατάσταση, άρχισα να αισθάνομαι τα κορίτσια γύρω μου να με αγγίζουν, να με χαϊδεύουν, να μου μιλάν με γλυκόλογα και γενικά να με πασπατεύουν. Ξαφνικά, λες κι ήταν συννενοημένες βγάλαν τα πανωφόρια τους και μείναν με τα βυζάκια τους, ελευθέρα θέα κι άρχισαν να χαϊδεύονται μόνες τους, η μία με την άλλη και να προκαλούν και μένα να αγγίξω τα γυμνά βυζάκια τους. Ήμουνα στην Παράδεισο (να το πω και λίγο αλά Καζαντζάκη, μιας και βρισκόμουνα στην πατρίδα του γαρ). Αν θέλετε το πιστεύετε, αν δε θέλετε δε μου καίγεται καρφί. Στην αρχή τρόμαξα. Όλοι αυτοί γύρω μας, μας ξέρανε, ξέρανε τους γκόμενούς τους και ξέρω γω τι θα μπορούσε να γίνει. Αλλά καθώς κοίταξα λίγο τους άλλους να δω αν μας κοίταζε κανείς, διαπίστωσα ότι ήταν παγερά αδιάφοροι, για το αν θα παρτούζωνα εγώ αυτές τις γκόμενες. Έτσι αφέθηκα πιο ελεύθερα στο ερωτικό παιχνίδι και με τις δύο. Μου φάνηκε πως αυτή η κατάσταση κρατούσε για πάντα, τέτοια ευχαρίστηση δεν είχα ξανανιώσει στη ζωή μου. Κάποτε, ο κόσμος άρχισε κι έσπαγε και ο βραδυνός δυνατός άνεμος της νύχτας, γινότανε κάπως ενοχλητικός. Τα κορίτσια μου προτείνανε να πάμε μέσα στο σπίτι να στρώσουμε κάτι στρωσίδια που υπήρχαν εκεί και να συνεχίσουμε εκεί τις περιπτύξεις μας. Δεν είχα κανένα, μα κανένα λόγο να διαφωνήσω, σηκώθηκα χαρούμενος και προαισθανόμουνα ότι το <<καλό>> πλησιάζει. Και έτσι έγινε πράγματι. Δεν υπήρχε μεγάλη διαφορά βέβαια, πέρα από τις στάσεις στις οποίες καθόμαστε έξω και για να γίνω πιο σαφής, έξω καθόμαστε στον κώλο, μέσα είχαμε ξαπλώσει, αλλά πάλι στις ίδιες θέσεις, εγώ στη μέση, η Πατρίτσια αριστερά μου και η Γερμανίδα, δεξιά μου και οι δύο εκεί να με χαμουρεύουνε. Άααχ!!!!

<<Κουφάλα Δημιουργέ, τα πάντα εν Σοφία εποίησες>>.

Κι ενώ είχανε μείνει περίπου καναδυό ώρες για να ξημερώσει, τα κορίτσια, αρχίσαν να γίνονται απαιτητικά. Με βάλανε να διαλέξω με ποιά από τις δυο θα ήθελα επιτέλους να κλείσω αυτήν την υπέροχη νύχτα κι εγώ απόρησα και αναρωτήθηκα γιατί θα έπρεπε να μείνει κάποιος απ' όλους μας ανικανοποίητος, αλλά κράτησα τις απορίες μου για τον εαυτό μου και αφού έκανα και γω λίγο το νάζι μου, διάλεξα την Πατρίτσια, πράγμα που το ήξερα κι όλας από την πρώτη στιγμή, γιατί ήταν Η γκόμενα. Έτσι, χαιρετήσαμε μαζί μετα χαράς και δακρύων τη Γκέρτρουντ, που βάζω στοίχημα, ότι βρήκε πολύ γρήγορα τρόπο να μαλακώσει τον πόνο του χωρισμού μας.

Κατεβαίναμε την πλαγιά αγκαλιασμένοι και κάθε τόσο σταματούσαμε και φιλιόμαστε με περίσσιο πάθος. Στο δρόμο συναντήσαμε και τον Αυστραλό με την Πέτρα στα γόνατα, καθισμένους κι αγκαλιασμένους σ' ένα μικρό βράχο να κοιτάνε τ' αστέρια. Φτάσαμε στην παραλία και τραβήξαμε κατά το τίπι μου κι εκεί το γλεντήσαμε σα γνήσιοι και πολιτισμένοι Ευρωπαίοι. Αυτό που της έκανε εντύπωση, της άρεσε και την κολάκεψε, ήταν ότι αφού έχυσα την πρώτη φορά, δεν σταμάτησα να ξαποστάσω και συνέχισα απτόητος για τη δεύτερη και έτσι μιας και ξέρουμε ότι οι γυναίκες είναι κάπως δύστροπες στην αρχή, αυτό την ικανοποίησε ιδιαίτερα. Πού να 'ξερε βέβαια ότι είχα να πάω με γυναίκα 3 μήνες... Άρεσε πάρα πολύ και στους δυο μας και είπαμε να το ξανακάνουμε. Και το ξανακάναμε, όλη τη νύχτα. Το μουνί της Πατρίτσια ήταν στα μέτρα μου και η ίδια ήταν καλή μαστόρισσα στο να το βάζει να με τραβάει μέσα του.

Τι τα θες τι τα γυρεύεις είναι η ρήση σ' αυτήν την περίπτωση... Η Πατρίτσια είτε της άρεσε πολύ αυτό που συνέβη, είτε για να εκδικηθεί το γκόμενό της, ο οποίος είχε τη φήμη ότι ξενογαμούσε, συνέχισε και τις επόμενες μέρες να μου κάνει κορδελλάκια. Πού την έβρισκες πού την έχανες, πάντα μπροστά μου βρισκότανε και... πάντα μόνη. Έτσι κι επειδή κι εγώ είμαι ευάλλωτος και δεν μπορώ να αντισταθώ στη γυναικεία ομορφιά, συνεχίσαμε για κάμποσες μέρες αυτό το <<παράνομο>> παιχνίδι. Κι εδώ φυσικά ο κίνδυνος να αποκαλυφθούμε γινόταν κάθε μέρα και πιο ορατός. Πολλοί άλλοι, χίππηδες, μας είχαν δει αυτές τις μέρες που τριγυρνούσαμε σαν ερωτευμένα πουλάκια στην παραλία, λες και η Πατρίτσια ήταν μόνη, λες και δεν είχε γκόμενο.
Τα πράγματα εξελίχθηκαν ραγδαία. Ένα απόγευμα, καθόμουνα σ' ένα κύκλο στην παραλία, μαζί με άλλους παλιούς και νεοαφιχθέντες. Κάτι τριπάκια είχαν σκάσει την προηγούμενη και ο Γιάννης από το Ηράκλειο - πρεζάκιας, που είχε έρθει δήθεν για αποτοξίνωση στην Πρέβελη και κολλητός του Θόδωρα - του γκόμενου της Πατρίτσιας - είχε φάει μερικά και φαίνεται ότι κάτι δεν του πήγαινε καλά με την παρουσία μου εκεί. Ήξερε τι γινόταν, γιατί μας είχε δει αρκετές φορές τις προηγούμενες μέρες, που είμαστε τόσο κοντά ο ένας στον άλλο. Και για κάποια ασήμαντη αφορμή βρήκε τον τρόπο να ξεσπαθώσει εναντίον μου. Μου ζήτησε τσιγάρο, το οποίο εγώ δεν είχα και κάπνιζα εκείνη τη στιγμή τις τελευταίες τζούρες από ένα που είχα - μόλις πριν από λίγο - κάνει τράκα από ένα νεοφερμένο. Του είπα ότι δεν είχα και επέμενε να του δώσω αυτό που κάπνιζα. Του είπα να κάνει τράκα από το νέο που καθόταν ακριβώς δίπλα μας και ο οποίος είχε και σίγουρα θα του έδινε. Αλλά τα τριπάκια, η χολή και η ζήλεια του τον έκαναν να θέλει να με χτυπήσει γιατί δεν ήμουν καλός χίππης και δε μοιραζόμουν τα υπάρχοντά μου με τους άλλους. Έτσι, ξαφνικά άρχισε και σήκωνε πέτρες από την παραλία και να μου τις πετάει. Ξαφνιάστηκα κι άρχισα να πηδάω σαν τραγί και να κάνω αεροπλανικές τούμπες στον αέρα για να τις αποφύγω και ταυτόχρονα του 'λεγα να ηρεμήσει. Αλλά δεν ηρεμούσε. Άρπαξε μια μεγάλη πέτρα διπλή στο μέγεθος από το κεφάλι μου κι εκεί ξαφνικά ένιωσα το θάνατο να με αγγίζει. Προτού την εκσεφενδονίσει στο κεφάλι μου, τον έσπρωξα, η πέτρα του 'φυγε από τα χέρια και τον έριξα χάμω. Θυμάμαι να βρίσκεται από κάτω μου με τα χέρια του εγκλωβισμένα από τα γόνατά μου κι εγώ να τον γρονθοκοπώ στο πρόσωπο, μέχρι αναισθησίας. Τα ρούχα μου είχαν γίνει κουρέλι από τη συμπλοκή, πήρα το άδειο μπουκάλι από ρακί που είχα δίπλα μου και τραβήχτηκα στην άλλη πλευρά της παραλίας, που ένας άλλος κύκλος καθότανε και κουβεντιάζανε και οι οποίοι είχαν δει το σκηνικό από μακριά και απορούσαν. Με ρωτήσαν τι έγινε και τους είπα ότι πραγματικά δεν ήξερα και μάλλον τον είχαν πειράξει τα γερμανικά τριπάκια. Μου δώσανε λίγες καλές τζούρες να ηρεμήσω και εγώ προσπαθούσα να βάλω το κεφάλι μου σε μια τάξη. Είχα αρχίσει να υποπτεύομαι ότι αυτά που γίναν είχαν μάλλον σχέση με μένα και την Πατρίτσια και δεν άργησα να επιβεβαιωθώ. Ο Θόδωρας, φάνηκε ξαφνικά να πλησιάζει μαινόμενος προς την μεριά της παραλίας στην οποία καθόμουν. Ήρθε και μου είπε να πάω λίγο πιο κει να μου πει κάτι. Πήγα και μου είπε να φύγω αυτή τη στιγμή από την παραλία. Τον ρώτησα γιατί και μου είπε ότι έμαθε ότι πηδούσα τη γκόμενά του και ότι αν έμενα θα με σκότωνε. Του είπα ότι ήταν αδύνατο να φύγω τέτοια ώρα, είχε νυχτώσει και ότι αύριο το πρωί θα έφευγα. Έφυγε. Οι άλλοι με ρωτήσαν και τους εξήγησα την όλη ιστορία. Όλοι μου λέγαν ότι δεν πρέπει να φύγω και ότι δε θα με πειράξει κανείς. Ένιωσα λίγο ανακουφισμένος και έμεινα εκεί για να ηρεμήσω. Φοβόμουν όμως, ο Νίκος έλειπε εδώ και μέρες στα Χανιά και το να πάω να κοιμηθώ μόνος μου στο τίπι μου φαινόταν σαν να ήθελα να αυτοκτονήσω. Ένας άλλος Νίκος - ντόπιος με κορμοστασιά Ηρακλή - μου είπε να πάω στην καλύβα του και ότι κανείς δεν πρόκειται να με πειράξει εκεί. Έτσι κι έγινε.

Την άλλη μέρα, ακόμα δεν είχαμε ξυπνήσει καλά καλά, να 'σου ο Θόδωρας, ο Γιάννης και ο Χρήστος - οι νταβάδες της παραλίας - με άγριες διαθέσεις.
<<Ακόμα εδώ είσαι;>> μου είπε ο Θόδωρας.
<<Πού να πάω ρε Θόδωρα>> του λέω, δεν έχω μία.
<<Δε μ' ενδιαφέρει, να εξαφανιστείς από δω γιατί θα σε σκοτώσω>>, μου είπε.
Ο Νίκος, που με φιλοξενούσε και φιλοξενούσε και δύο ακόμα άτομα - Αγρινιώτες - βάλθηκε να φτιάχνει ένα τσίλουμ, για να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Κι όντως με το που τον είδανε να ετοιμάζει το χαρμάνι, ψιλοηρεμήσανε. Ο Γιάννης άρχισε να μου μυξοκλαίγεται:
<<Κοίτα τι μου 'κανες ρε, μου 'σπασες τα δυο μπροστινά μου δόντια, παρα λίγο να με σκότωνες>>.
<<Ποιός ξεκίνησε τον καυγά ρε>> του λέω, <<θυμάσαι;>>.
<<Εσύ>> άρχισε να λέει, αλλά τα μάσησε.
<<Να τσακιστείς να φύγεις αμέσως από δω>>, πετάχτηκε ο Θόδωρας, <<θα σε σκοτώσω>>.
<<Εγώ δεν έχω καμιά ανάμιξη>>, παρεναίβη ο Χρήστος που μέχρι τώρα δεν είχε πει κουβέντα, <<ούτε έχω τίποτα μαζί σου, έμαθα όμως ότι και ο φίλος σου ο Νίκος, πηδούσε την Πέτρα, αυτά ήρθατε να κάνετε στην παραλία;>> μου λέει.
<<Δεν τις βιάσαμε>> του λέω, <<απ' ότι πιθανόν ξέρεις, αυτές ξεκινήσανε την όλη ιστορία και στο φινάλε, δεν ήξερα ότι οι χίππηδες, έχουν αντιλήψεις όμοιες με τους μικροαστούς, νόμιζα ότι υπάρχει κάποια διαφορά, αλλά μάλλον δεν υπάρχουν χίππηδες εδώ και πολλά πολλά χρόνια, απ' ότι αρχίζω να καταλαβαίνω>>.
Ο Θόδωρας, εκνευρισμένος άρπαξε τα παπούτσια μου και τα εξεσφενδόνισε μακριά και άρχισε να βρίζει.
<<Τι κάνεις εκεί ρε>> του λέω, <<δεν έχω άλλα>>.
<<Στ' αρχίδια μου, να φύγεις ξυπόλυτος>> μου λέει. Με τα πολλά το τσίλουμ ήταν έτοιμο, οι άλλοι απολαμβάνανε την όλη ιστορία και δεν αναμίχθηκαν καθόλου. Όσο γυρνούσε το τσίλουμ, δεν ακούστηκε φωνή. Αφού τέλειωσε, ο Θόδωρας και η κλίκα του σηκώθηκαν να φύγουν και προτού φύγουν μου πέταξε:
<<Σήμερα κι όλας να φύγεις από την παραλία, αλλιώς θα σε σκοτώσω>>.<<Θα φύγω>> του είπα, <<μην ανησυχείς>>.
Αφού έφυγαν οι άλλοι άρχισαν να μου λένε ότι δεν χρειάζεται ν' ανησυχώ, θα του περάσει, του 'χει ξανασυμβεί, του την έχουν ξαναπηδήξει την γκόμενα κι άλλοι. Ο Γιάννης, ένας από τους Αγρινιώτες (όχι ο κουτσοδόντης που σακάτεψα), βγήκε και πήγε και μου 'φερε τα παπούτσια, τα είχε πετάξει με τόση ορμή, που ευτυχώς δεν πέσαν στο ποτάμι, αλλά πέσαν στην αντίπερα όχθη.

Σκεφτόμουν... <<έτσι κι εξάλλου είναι καιρός να φύγω, το καλοκαίρι τελειώνει, λεφτά δεν έχω, δουλειά δεν έχω και δεν έχω τι άλλο να κάνω στην παραλία>>. Κάποια άλλα χιππιά, πραγματικά αυτά, μου είχαν προτείνει να μείνω μαζί τους λίγο καιρό ακόμα και μετά θα τραβιόμασταν όλοι μαζί για Γαλλία μεριά, που άρχιζε ο τρύγος. Το σκεφτόμουν, αλλά και αυτά που γίναν και το ότι εγώ δεν ένοιωθα και τόσο χίππης, μ' έκανε να το απορρίψω γρήγορα. <<Πού να γυρίζω χειμωνιάτικα>>, σκεφτόμουν. Είπα στους άλλους ότι θα την κοπανούσα, τουλάχιστον από την παραλία, γιατί δεν πίστευα ότι ο Θόδωρας θα ηρεμούσε γρήγορα και μες στην πείνα μου και στην καμία μου, δεν είχα καθόλου όρεξη να ξενυχτάω και να φυλάω τσίλιες, πότε θα μου την πέσουν να με σουγιαδιάσουν. Αποφάσισα ν' ανέβω τον Κουρταλιώτη προς τα πάνω και να την αράξω κοντά στην όχθη - πέστροφες δόξα το Θεώ υπήρχαν άφθονες - εκεί που την αράζαν κάτι ασκητές μοναχοί - απογοητευμένοι χίππηδες που την είχαν δει με το Θεό - και να περιμένω το Νίκο να δω τι είχε κι αυτός κατά νου να κάνει. Επίσης σκεφτόμουν ότι εκεί παραπάνω, ήμουν σχετικά κοντά στους κεντρικούς δρόμους και στα χωριά και θα μπορούσα να βρω κανα' γιαπί ν' αρχίσω να δουλεύω και μετά θ' αποφάσιζα τι θα έκανα. Ο Γιάννης ο Αγρινιώτης, που μέσα σ' όλη αυτήν την ιστορία, γίναμε καλοί φίλοι, μου είπε ότι θα με βοηθούσε ν' ανέβω το ποτάμι, όχι τόσο για τα πράγματα που είχα μαζί μου, όσο για το φόβο των Ιουδαίων, μη μου την είχανε στημένη πουθενά και με ξεκοιλιάζανε.
Έτσι κι έγινε, κατά το μεσημέρι φορτωθήκαμε τα μπαγκάζια και αρχίσαμε ν' ανεβαίνουμε προς τα πάνω. Μετά από κανα δυο ώρες ορειβασία στο φαράγγι, βρήκαμε την καλύβα του πρώτου ασκητή, που μας υποδέχτηκε πολύ φιλικά και κάτσαμε να ξαποστάσουμε. Μας έδωσε να φάμε και να πιούμε και πάνω στην κουβέντα του είπαμε και τα καθέκαστα και το λόγο που τραβιόμαστε προς τα πάνω. Κούνησε το κεφάλι αποδοκιμάζοντας τις ιστορίες καθημερινής τρέλας των ανθρώπων και δεν είπε τίποτα. Επειδή όμως έπιασε να σουρουπώνει, μας είπε να μείνουμε εκεί αυτό το βράδυ και αύριο να συνεχίζαμε προς τα πάνω. Και αυτό κάναμε. Λίγο αργότερα μια κοπέλλα, που τα πόδια της ήταν τόσο αξύριστα που θύμιζαν γοριλλάκι, μας επισκέφτηκε. Ήταν κι αυτή ασκήτρια και έμενε καμιά πεντακοσαριά μέτρα μακριά από κει που είμαστε και είχε έρθει να ζητήσει κάτι από τον φίλο που μας φιλοξενούσε. Όταν μας είδε το βλέμμα της αγρίεψε πάρα πολύ, ήταν πολύ πιο άγρια από την όψη όλων των ασκητών της περιοχής, που κατά καιρούς έβλεπα κατά τα ψαρέματά μου στο ποτάμι. Θα 'χε πολύ καιρό φαίνεται να δει ανθρώπους έξω από τον κύκλο της και μάλλον ταράχτηκε.
Μένοντας καταλάβαμε και τους λόγους που τέτοιοι νεαροί άνθρωποι - άντρες και γυναίκες - την είδανε ασκητές. Όλοι είχαν και κάποια πονεμένη ιστορία, οι περισσότεροι μια εφηβική ερωτική απογοήτευση, άλλοι χωρισμένους γονείς, άλλοι πάμφτωχους γονείς και μ' αυτόν τον τρόπο, πιστεύαν, ότι θα τους απάλλασαν από τα βάρη τους, με την απουσία της ύπαρξής τους, άλλοι ήταν ορφανοί και άλλοι εκδιωγμένοι από την οικογένειά τους και η ιστορία δεν έχει τέλος.
Την άλλη μέρα συνεχίσαμε την ανάβασή μας στο ποτάμι, μέχρι που βρήκαμε, ένα ωραίο μέρος στην όχθη, μας άρεσε, ήταν κοντά σε δημόσιο δρόμο αλλά κρυμμένο μες τα δέντρα του δάσους και είπαμε να την αράξουμε εκεί. Του Γιάννη του άρεσε η όλη ιστορία. Τώρα τελευταία είχε έρθει στην παραλία και απ' ότι μου 'λεγε σκυλοβαριότανε. Εγώ κατά κάποιο τρόπο του 'δωσα ένα λόγο να 'χει κάτι αξιόλογο να κάνει. Να δει το φαράγγι, να μάθει να ψαρεύει, να διασκεδάζει με το σκάνδαλο που δημιούργησα σ' αυτή την τόσο φιλειρηνική χίππικη κοινότητα, να γνωρίζει αυτούς τους ανθρώπους που ήταν διασκορπισμένοι στις όχθες του ποταμού και ζούσαν εκεί χειμώνα καλοκαίρι και άλλα τέτοια κι έτσι αποφάσισε να μείνει λίγες μέρες μαζί μου και να κατέβει μετά από καμιά βδομάδα κάτω στην παραλία.
Στην απέναντι όχθη που βολευτήκαμε εμείς, υπήρχε ένα τίπι φτιαγμένο από καλάμια. Εκεί ζούσε ένας άλλος ερημίτης, ο οποίος μόλις μας αντιλήφθηκε, μας πλησίασε και άρχισε να ρωτά πώς βρεθήκαμε εκεί πέρα και πώς διαλέξαμε να 'ρθουμε στις ερημιές, και δε μείναμε κάτω στην παραλία με τις παρέες, τις γκόμενες και με την κοινωνική ζωή γενικά. Του εξηγήσαμε τους λόγους και συμφώνησε ότι έτσι ήταν καλύτερα και μου είπε ότι εκεί δεν κινδύνευα και ότι οι τύποι της παραλίας σπάνια έως ποτέ δεν ανέβαιναν το ποτάμι και στα μέρη που συχνάζαν οι ερημίτες και εκεί ήταν κατά κάποιο τρόπο η περιοχή τους.
Ήτανε απόγευμα και μας είχε κόψει πείνα. Είπα του Γιάννη ν' ανάψει φωτιά και γω θα πήγαινα να ψαρέψω κάτι για να φάμε. Όλα γίναν σε χρόνο μηδέν. Ο τόπος ήταν με το μέρος μας, τουλάχιστον για την ώρα... Δεν πρόλαβε καλά καλά ν' ανάψει τη φωτιά και του 'φερα δυο ωραίες και μεγάλες πέστροφες, που σπαρταρούσαν πολύ όμορφα. Τις ξεκοιλιάσαμε στα γρήγορα, τις βάλαμε στα κάρβουνα και είχαμε ένα γεύμα βασιλικό. Στις όχθες του ποταμού υπήρχαν επίσης, κληματαριές και συκιές, έτσι κάνοντας ένα περίπατο για να χωνέψουμε φάγαμε και το πιο ωραίο και γλυκό επιδόρπιο.

Πέρασαν έτσι λίγες μέρες. Κάποια μέρα είπα του Γιάννη ότι από κει που βρισκόμαστε είμασταν κοντά στον κεντρικό δρόμο κι ότι εκεί κοντά ήταν ένα χωριό, το οποίο είχα επισκεφτεί με το Μανωλιό και είχε μια ωραία ντιστοτέκ και αν θέλαμε θα μπορούσαμε να πάμε να τη βρούμε και λιγάκι διαφορετικά και αν θέλαμε επίσης, μιας και τα λεφτά τα δικά μου είχανε ήδη τελειώσει και του Γιάννη κόντευαν, μπορούσαμε να την αράξουμε σε καμιά παραλία εκεί κοντά και την άλλη μέρα να ψάχναμε για καμιά οικοδομή να πιάσουμε κανα μεροκάματο να ξελασπώσουμε. Η ερημιά και η μοναξιά καλές ήταν, αλλά αν δεν είσαι συνηθισμένος, στη βαράει που και που. Ο Γιάννης άλλο που δεν ήθελε. Είχε βαρεθεί κι αυτός την ερημίτικη ζωή και ήθελε να δει κανα μανάρι να λικνίζεται στην πίστα να φτιάξει λίγο το κέφι του. Ο Γιάννης είχε μηχανή, μια τσόπερ κι έτσι κατά της 10 περίπου το βράδυ, βρισκόμασταν στη ντίσκο, μ' ένα ποτό στο χέρι και χαμογελούσαμε ευτυχισμένοι, γιατί είχε πολύ κόσμο και ιδιαίτερα πολλές γκόμενες και επειδή λόγω της εμφάνισής μας, είχαμε γίνει τα αξιοθέατα του μαγαζιού. Χορεύαμε, γυρίζαμε στο μπαρ, ξεσκιζόμαστε στα ξύδια και ξαναχορεύαμε. Σ' ένα από τα διαλλείματα του χορού μας κι ενώ ήμουνα στο μπαρ, πρόσεξα μια μικρούλα αλλοδαπή, να με κοιτάει και να μου χαμογελάει με νόημα. Άρχισα να ψυλλιάζομαι ότι κάτι θέλει το τεκνό, γιατί η μικρούλα ήταν πραγματικά τεκνό και άρχισα να της χαμογελάω και γω. Αυτό κράτησε κανα πεντάλεπτο και η μικρούλα πέρασε κουνάμενη τρεμάμενη δίπλα μου και κατευθύνθηκε έξω. Δεν άργησα και πολύ, σε δυο λεπτά ήμουν και γω έξω και την είδα να κάθεται μόνη κι <<απαρηγόρητη>> στα σκαλιά, στην είσοδο του μαγαζιού. Την πλησίασα χαμογελώντας και της συστήθηκα. Τη λέγαν Μύρτα και ήταν από την Ελβετία. Τη ρώτησα αν ήθελε συντροφιά, μιας και την έβλεπα μόνη και της τόνισα ότι δεν ήτανε σωστό να κάθεται μια τόσο όμορφη κοπέλλα μόνη μέσα σ' ένα τέτοιο μαγαζί με βάρβαρους Κρητικούς και ότι χρειαζόταν προστασία. Πού να 'ξερα και γω τι έλεγα εκείνη την ώρα... Χαχάνιζε όμορφα σε κάθε κουβέντα που έλεγα κι έτσι άρχισα να σιγουρεύομαι ότι με γούσταρε και ότι κάτι πολύ καλό θα συνέβαινε εκείνο το βράδυ. Της πρότεινα να μπούμε μέσα να χορέψουμε και δέχτηκε πολύ πρόθυμα. Ο Γιάννης που τόση ώρα με είχε χάσει, μόλις μας είδε, με κοίταζε με γουρλωμένα μάτια, αλλά χωρίς ίχνος ζήλειας, ίσα ίσα χάρηκε, γιατί ήλπιζε ότι αυτή η μικρούλα δε μπορεί να ήτανε μόνη της στην Κρήτη, όλο και κάποια φιλεναδούλα θα 'χε. Λικνιζόμαστε για αρκετή ώρα, χωρίς τα μάτια μου να ξεκολλάνε από τα δικά της, ήταν κάτι σαν κεραυνοβόλος έρωτας. Κάποια στιγμή, ένας Κρητικός, που δεν τον είχα ξαναδεί μέσα στο μαγαζί μέχρι εκείνη την ώρα - κι έμοιαζε να είναι ένα από τα καμάκια της περιοχής, απ' ότι μπορούσα να συμπεράνω απ' την εμφάνισή του - μπήκε ανάμεσά μας κι άρχισε να τη βρίζει και να της μιλάει πολύ έντονα και ξαφνικά τους είδα να τσακώνονται και φαινότανε κι αυτή να τον ξέρει και τον έβριζε κι αυτή και εκνευρισμένη τράβηξε κατά την πόρτα κι έφυγε. Εγώ που πάνω στην καλή χαρά και στο μεθύσι κι επειδή όλα γίναν αστραπιαία, δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα να σώσω την κατάσταση, τσαντίστηκα. Ξέρεις τι είναι να σ' έχουν διώξει από την παράδεισο (Πρέβελη) γιατί σ' ερωτεύτηκε η γκόμενα (Πατρίτσια) του Αγίου Πέτρου (Θόδωρας), να βρίσκεις μια άλλη (Μύρτα) στην Κόλαση (τουριστικό κωλοχώρι της Κρήτης) και να σου τη παίρνουν κι αυτή γιατί ήθελε να τη γαμήσει ο Διάολος (καμάκι) της περιοχής; ε; ξέρεις τι είναι αυτό; Ζοχαδιάστηκα. Του λέω:
<<Τι τρέχει ρε μάγκα, γκόμενά σου ήτανε;>>
<<Φύγε από δω>> μου λέει <<φρικιό, γιατί θα σου κάνω τα μούτρα κρέας>>.
<<Για δοκίμασε ρε τσόγλανε>> του λέω.
Κι εκεί που αρχίσαμε και τις παίζαμε, μπήκαν κάτι δικοί του Κρητικοί, πιο ήρεμοι αυτοί, μπήκε κι ο δικός μου ο Γιάννης και μας χωρίσανε. Δεν ήταν και κανάς παιδαράς και ήξερα ότι μπορούσα να του κάνω εγώ τα μούτρα κρέας. Αλλά έπαιζα στην έδρα του. Βγήκαμε έξω και συνεχίσαμε να αλληλοβριζόμαστε.
<<Ξέρεις ποιός είμαι γω ρε>>, μου λέει, <<εγώ είμαι από την Κρήτη κι έχω μια πιστόλα να και μια ψώλα να>> και μου 'δειχνε τα κάλλη του.
<<Πού την έχεις ρε την πιστόλα>>, του λέω,
<<Σπίτι μου>>, μου λέει.
<<Α!>>, έκανα.
Τον κοίταζα και τον μετρούσα. Οι φίλοι του οι Κρητικοί μπήκαν να μας χωρίσουν και κατά κάποιο τρόπο ήταν με το μέρος μου. Ήταν από τους λογικούς, μιας και από πείρα ήξεραν ότι κάτι τέτοιοι σαν το φίλο τους, ουσιαστικά έδιωχναν τους τουρίστες από τα μαγαζιά τους.
<<Μην τον παρεξηγείς>>, μου λέγανε, <<προσπαθεί να τη βγάλει γκόμενα εδώ και μια βδομάδα, αυτή του 'δινε θάρρος, αλλά δεν του καθότανε>>.
Τι να πω, δεν τα 'ξερα; από πού είχα έρθει στην Κρήτη; απ' την Κέρκυρα, εκεί τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα.
<<Πάμε να φύγουμε>>, μου λέει ο Γιάννης, <<Μη δίνεις σημασία στο μαλάκα>>. Καβαλήσαμε τη μηχανή και φύγαμε, αλλά εγώ δε συνερχόμουνα ούτε με σαράντα αργιλέδες εκείνο το βράδυ, τέτοια φούρκα είχα.

Την άλλη μέρα, ο ήλιος μας βάρεσε κατακέφαλα, γιατί δεν είχαμε δώσει προσοχή στο μέρος που την πέσαμε για ύπνο. Αλλά δεν μας πείραξε κιόλας, γιατί θέλαμε να ξυπνήσουμε νωρίς, να βρούμε καμιά οικοδομή και να ρωτήσουμε αν θέλανε εργάτες.
Αυτή τη μέρα δε βρήκαμε τίποτα. Γυρίσαμε στην παραλία, που αράζαμε και αφήσαμε τη μηχανή και τα πράγματά μας σε μια καβάτζα. Πηγαίνοντας προς το χωριό που γίναν τα χθεσινά επεισόδια, βλέπω τη Μύρτα και μια φίλη της να 'ρχονται κατά το μέρος μας. Εγώ έλαμψα από τη χαρά μου, ο Γιάννης το ίδιο. Η τύχη δε μας είχε εγκαταλείψει λοιπόν.
Η Μύρτα έλαμψε κι αυτή κι έτρεξε και μ' αγκάλιασε. Μου είπε ότι χάρηκε που ξαναβρεθήκαμε και μου ζήτησε συγνώμη που έφυγε τόσο ξαφνικά και απροειδοποίητα χτες. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει από τη χαρά. Μας σύστησε τη φίλη της, δε συγκράτησα το όνομά της, και μας πρότειναν να πάμε μαζί για μπάνιο σε μια κοντινή ερημική παραλία, που τα κορίτσια ήξεραν και πηγαίναν προς τα κει την ώρα που συναντηθήκαμε. Δεν είχαμε κανένα λόγο ν' αρνηθούμε και ξεκινήσαμε όλοι μαζί χαρούμενοι. Τα χθεσινά ξεχάστηκαν κι εγώ και η Μύρτα όλο και πιο πολύ κοντά βρισκόμασταν καθ' όλη τη διάρκεια του μπάνιου. Η Μύρτα ήταν αθλήτρια της κολύμβησης στη χώρα της απ' ότι έμαθα, είχε πολύ γραμμωμένο κορμί, ήταν στο ύψος μου και μόλις 18 ετών. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι την επόμενη μέρα θα 'φευγαν, γιατί οι διακοπές τους τέλειωναν. Αυτό με στεναχώρησε κάπως. Της είπα κι εγώ ότι ήμουν στην Κρήτη και συγκεκριμένα στην Πρέβελη κοντά δυόμισι μήνες κι έκανα διακοπές κι ότι για μένα οι διακοπές μου δεν τέλειωναν τόσο εύκολα και τώρα έψαχνα τρόπους να τις παρατείνω. Της είπα επίσης, να έρθουν να περάσουν μαζί με τη φίλη της το τελευταίο μερόνυχτο των διακοπών τους, μαζί μας στην Πρέβελη. Καταχάρηκε και μου είπε πώς θα το 'θελε πολύ, αλλά δεν ήταν σίγουρη για τη φίλη της. Κι όντως η φίλη της κι ο Γιάννης δε φαινόταν να τα βρίσκαν και ιδιαίτερα. Κατά το απόγευμα, γυρίσαμε στο χωριό. Η Μύρτα έμεινε μαζί μας και η φίλη της μας άφησε. Κάναμε μια γύρα στο χωριό, αγοράσαμε λίγα εφόδια και μια καλή ποσότητα ρακί, ανεβήκαμε και οι τρεις στην τσοπεριά και ξεκινήσαμε για την δική μας κατασκήνωση.
Όταν φτάσαμε η Μύρτα, έμεινει με το στόμα ανοιχτό. Το τοπίο της άρεσε ιδιαίτερα και όταν είδε και το γείτονά μας, τον ερημίτη, που μόλις μας άκουσε που γυρίσαμε, ήρθε να μας χαιρετήσει, πίστεψε όλα όσα της είχα πει για τον τρόπο ζωής που περνούσαμε εκεί πέρα κι έμοιαζε μαγεμένη. Ανάψαμε φωτιά να μαγειρέψουμε, ανάψαμε τσίλουμ να μαστουρώσουμε, βάλαμε ρακί και κρασί και τσουγκρίζαμε, μιλούσαμε για όλα τα σπουδαία και για όλα τα ασήμαντα του κόσμου, εγώ ήμουν ευτυχισμένος, γιατί η Μύρτα είχε κουρνιάσει στην αγκαλιά μου κι εγώ είχα κουρνιάσει στη ρίζα ενός δέντρου και μα το Χριστό τέτοια βράδυα δε σβήνουν εύκολα από κανενός τη μνήμη.

Αφού τα 'παμε σχεδόν όλα και η ρακί είχε τελειώσει και οι άλλοι είχαν αποτραβηχτεί για ύπνο, πήρα τη Μύρτα και την πήγα σε μια καλύβα που ήταν λίγο παρακάτω και κάτσαμε στην αυλή, να θαυμάσουμε τον ουρανό και τ' αστέρια. Σιγά σιγά της έβγαλα τα ρούχα, τη χάιδευα, τη φίλαγα και μου 'χε σηκωθεί τόσο, που κόντευε να σπάσει το φερμουάρ και να πεταχτεί έξω. Αυτή όμως δεν ενέδινε στην τελειωτική πράξη. Μόλις πλησίαζα το μουνάκι της, μου 'λεγε No No Kostas. Τη ρώτησα τι έτρεχε και μου 'πε ότι ήταν παρθένα και ότι η θρησκεία της - ήταν καθολική - δεν της επέτρεπε να το κάνει χωρίς να παντρευτεί. Κόντευα να βάλω τις φωνές, προσπάθησα να την πείσω ότι η θρησκεία της έκανε λάθος, αλλά δεν τα κατάφερα. Κάποια στιγμή άρχισε κι αυτή να με χαϊδεύει αλλά άπειρη όπως ήταν δεν ήξερε τι ακριβώς έπρεπε να κάνει κι έτσι δεν μπορούσα να τελειώσω. Η αυγή μας βρήκε ακριβώς έτσι, άυπνους και ανικανοποίητους, αλλά παρ' όλ' αυτά υπήρχε κάτι το ιδιαίτερα μαγευτικό στο όλο σκηνικό. Υπήρχε πάθος, ένταση και αγάπη.
Ξυπνήσαμε το Γιάννη, να μας πάει με τη μηχανή στο χωριό και ξεκινήσαμε. Όταν φτάσαμε, αλλάξαμε διεθύνσεις και είπαμε ότι θα τα ξαναπούμε. Γυρίζοντας ο Γιάννης με ρώτησε αν την πήδηξα. Του είπα όχι. <<Όχι;>> είπε, <<όχι>>, του ξανάπα <<και μη μου ξύνεις άλλο τις πληγές>>. Δε μιλήσαμε άλλο, γυρίσαμε στην κατασκήνωσή μας και την ξαναπέσαμε για ύπνο.

Αφού πέρασαν μια δυο μέρες, συνέβη κάτι που μ' έκανε να καταλάβω ότι έπρεπε ν' αρχίσω να τα μαζεύω από κει. Ξυπνώντας ένα πρωί, συνηδειτοποίησα ότι το μισό μου κεφάλι ήταν πρησμένο και με πονούσε. Είχα πυρετό. Κάποια μολυσμένη σφήκα με είχε τσιμπήσει κατά τη διάρκεια του ύπνου. Ένιωσα τρόμο και φρίκη. Μέχρι τώρα τα είχα καταφέρει αρκετά καλά και παρ' όλο που δεν είχα λεφτά, περνούσα όμορφα. Αυτό ήταν σημάδι από τον τόπο, από το ποτάμι κι από το δάσος ν' αρχίσω να τα μαζεύω. Ο Γιάννης έτρεξε και φώναξε το φίλο μας τον ερημίτη να δει την κατάσταση. Αυτός παρασκεύασε μια αλοιφή από χορταρικά και με πασάλειψε. Ένοιωθα απαίσια και ήμουν καταπονημένος. Οι άλλοι με υποστηρίζαν ψυχολογικά και εν μέρει τα κατάφεραν. Για ψάρεμα δεν μπορούσα να πάω κι έτσι ο Γιάννης είχε αναλάβει να τα κάνει όλα μόνος του. Και τα κατάφερε καλά, τόσο που έπιασε με δόλωμα το ψωμί, μια κατεργάρα πέστροφα που με είχε παιδέψει για πολλές μέρες και που ήταν ακριβώς εκεί που είχαμε στήσει την κατασκήνωσή μας. Με ξύπνησε και χοροπηδούσε γύρω μου και μου φώναζε <<την έπιασα, κοίτα, την έπιασα>>. Στραβοχαμογέλασα, γιατί δεν μπορούσα να γελάσω με ολόκληρο το πρόσωπό μου.
Εκείνες τις μέρες, ήρθε και με βρήκε ο Νίκος - ο συνοδοιπόρος μου από την Κέρκυρα - που είχε επιστρέψει στην παραλία και έμαθε τα καθέκαστα από τους υπόλοιπους. Μου είπε επίσης ότι οι δικοί μου είχαν ανησυχήσει γιατί δεν είχα πάρει ούτε ένα τηλέφωνο τόσους μήνες και δεν ξέρανε που είμαι, αν ζω ή αν πέθανα και είχαν φάει τον κόσμο μέχρι να βρουν το τηλέφωνο των γονιών του Νίκου, οι οποίοι τους δώσανε το τηλέφωνο των συγγενών τους στην Κρήτη και οι οποίοι τους διαβεβαίωσαν ότι είμαι καλά. Επίσης όταν το έμαθε τους πήρε κι αυτός τηλέφωνο να τους καθυσηχάσει. Συζητήσαμε για το τι σκοπεύαμε να κάνουμε από δω και μπρος και αυτός μου είπε ότι θα πήγαινε για ένα μήνα ακόμα στα Χανιά και μετά θα επέστρεφε στην Κέρκυρα. Του είπα ότι εγώ θα έμενα εκεί που ήμουν και θα τα λέγαμε εν καιρώ.
Η ασθένειά μου κράτησε τρεις τέσσερις μέρες και μετά βγήκαμε πάλι στο κυνήγι για να βρούμε δουλειά. Αυτή τη φορά είμασταν πιο τυχεροί και βρήκαμε μια οικοδομή σ' ένα γειτονικό χωριό, που χτίζανε μπανγκαλόουζ.
Οι φίλοι του Γιάννη από το Αγρίνιο, που είχαν έρθει στην Κρήτη από την αρχή του καλοκαιριού, είχανε νοικιάσει ένα σπιτάκι στο Ρέθυμνο και ο Γιάννης μου είπε να πάμε να μείνουμε εκεί, γιατί ο καιρός είχε αρχίσει να χαλάει και οι πρώτες βροχές δε μας αφήναν να κοιμηθούμε ήσυχα. Έτσι κι έγινε. Η αλλαγή μου άρεσε, το Ρέθυμνο μου άρεσε επίσης και είχα αρχίσει να πιστεύω ότι θα ξεχειμώνιαζα εκεί. Μου άρεσε γιατί ήμουν άγνωστος σε μια ξένη πόλη και οι ντόπιοι δεν ασχολούνταν μαζί μου γιατί με θεωρούσαν τουρίστα. Από χίππης που ήμουνα στην παραλία, στην πόλη είχα γίνει πανκ. Είχα φέρει μαζί μου στις διακοπές το πιστολάκι για τα μαλλιά και το απογευματάκι, προτού βγω στα μπαράκια τα σήκωνα σε στυλ αλά Cure. Θυμάμαι ένα απόγευμα, που περπατούσα στην παραλιακή με κατεύθυνση το καφέ μπαρ που σύχναζα, κάτι Κρητικούς, που σίγουρα με περνούσαν για αλλοδαπό, να λένε μεταξύ τους <<ε ρε τι κάνει το ρεύμα!>> και εννοούσαν ότι έμοιαζα σαν να με είχε χτυπήσει το ρεύμα. Κι ένα άλλο ή το ίδιο βράδυ, δε θυμάμαι, σ' ένα μπαρ που πήγαινα γιατί έπαιζε ροκ και σύχναζαν οι φοιτήτριες του Πανεπιστημίου του Ρεθύμνου, μερικές απ' αυτές, με πλησίασαν και με ρωτούσαν αν μπορούσαν να αγγίξουν τα μαλλιά μου και πώς τα κατάφερνα και τα κρατούσα έτσι. Σ' αυτό το μπαρ πήγαινα και για έναν άλλο λόγο, μου άρεσε η μπαργούμαν. Της άρεσα μάλλον κι εγώ και είχαμε γίνει σχετικά φίλοι.
Το πρόβλημα που είχαμε κι εγώ και οι φίλοι μου οι Αγρινιώτες στο Ρέθυμνο, ήταν ότι δεν είχαμε μαύρο. Αλλά αυτό ξεπεράστηκε γρήγορα, γιατί ήταν ο καιρός του <<τρύγου>> και οι φίλοι μου που ήταν στο Ρέθυμνο από την αρχή του καλοκαιριού, είχαν φυτέψει σε μια καβάτζα στην αυλή του σπιτιού σε κάτι ντενεκέδες κάτι δεντράκια που μέρα σε μέρα ήταν για κόψιμο. Έτσι μέχρι να τα κόψουμε πίναμε τα πατόφυλλα και από κάποιες παλιές γνωριμίες που είχανε αυτοί λόγω παλιών μαύρων διασυνδέσεων τη βολεύαμε.
Μια μέρα όμως που κάποιος από αυτούς πήγε να φέρει λίγα πατόφυλλα να κάψουμε, γύρισε πίσω κόκκινος και έτρεμε από το θυμό και το κακό του. Τα φυτά είχαν εξαφανιστεί. Στην ίδια αυλή έμενε κι ένας ντόπιος με μακρυά μαλλιά αλλά εμφάνιση κυριλόφρικιου. Δεν ήταν και δύσκολο να καταλάβουμε τι είχε συμβεί. Ο ένας από τους Αγρινιώτες που την είχε βγάλει τον περισσότερο καιρό στο Ρέθυμνο και ο οποίος ουσιαστικά φρόντιζε τα φυτά δεν μπορούσε να το αφήσει αυτό να περάσει έτσι. Ο γείτονας μόλις είχε αγοράσει ένα καινούργιο σπορ ξεσπέπαστο αυτοκίνητο και το πάρκαρε δίπλα ακριβώς στην είσοδο της αυλής. Έτσι ένα βράδυ που είχαμε φύγει όλοι από νωρίς και βρισκόμαστε σε συγκεκριμένους χώρους για να έχουμε ένα άλλοθι, την έκανε λαθραία με τη μηχανή για λίγη ώρα και γυρίζοντας μας είπε <<θέλω να δω τα μούτρα του γείτονά μας αύριο>>. Όταν γυρίσαμε σπίτι το αμάξι ήταν <<ελαφρώς>> στραπατσαρισμένο. Απ' ότι έμαθα από έγκυρες πηγές, ένας από τους ντενεκέδες - γεμάτος χώμα - που φιλοξενούσε ένα από τα απαγορευμένα φυτά, είχε προσγειωθεί στο τζάμι και στο καπώ του καινούργιου σπορ αυτοκινήτου του γείτονά μας. Την άλλη μέρα το μεσημέρι κι ενώ πίναμε τον καφέ μας στα σκαλιά του σπιτιού που μέναμε, πέρασε ο γείτονας για να μπει στο σπίτι του. Ο φίλος που είχε εξαφανιστεί για λίγα λεπτά χτες του είπε χαμογελώντας με το πιο σαρδόνιο χαμόγελο που έχω δει ποτέ μου <<Γεια σου γείτονα, ωραία μέρα σήμερα ε;>>. Αυτός γύρισε και μας κοίταξε λυπημένα, δε μίλησε, κούνησε απλώς το κεφάλι προσπαθώντας να συμφωνήσει, το ξανακατέβασε και μπήκε σπίτι του. Αυτά <<προς γνώση και συμμόρφωση>> σκέφτηκα εγώ.
Μια μέρα, έλαβα ένα γράμμα από τη Μύρτα την Ελβετίδα. Της είχα δώσει αυτή τη διεύθυνση, όταν αλλάξαμε διευθύνσεις, που μου την είχε δώσει ο Γιάννης και υπολόγιζα ότι θα την έβγαζα στην Κρήτη όλο το χειμώνα. Της έλειπα πολύ λέει και θα ήθελε πολύ να μπορούσε να τα παρατήσει όλα και να 'ρθει να με βρει. Μου έγραφε επίσης ότι μετάνοιωσε που δεν τελειώσαμε εκείνο που είχαμε αρχίσει εκείνο το βράδυ. Μου ξέφυγε μια βλαστήμια. Της έγραψα κι εγώ και της είπα πώς περνούσα και ότι την περίμενα να ξανάρθει, γιατί μου έλειπε πάρα πολύ.
Κι ακριβώς σ' αυτό το σημείο εκεί δηλαδή που άρχισα κι αισθανόμουνα καλά, ένα πρωί στη δουλειά έφτυσα αίμα στην κυριολεξία. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία, αλλά ξαναδοκιμάζοντας ξαναέφτυσα αίμα. Είχα ήδη νοιώσει κάποια σωματική αδυναμία από τις προηγούμενες μέρες και ήδη αντιμετώπιζα προβλήματα με το αφεντικό, που νόμιζε ότι λουφάρω. Αλλά δεν ήταν ακριβώς έτσι. Σε δυο μέρες μέσα έφτυνα μαζί με αίμα και πύον από τα ούλα και σε λίγο κοιτάζοντας τη μάπα μου στον καθρέφτη παρατήρησα ότι σε λίγο δεν θα είχα καθόλου ούλα. Τι στο διάολο σκέφτηκα η σφήκα εντάξει, τώρα όμως, τι ήταν αυτό που με κυνηγούσε; Πήγα στο νοσοκομείο και απ' ότι μου είπαν έφταιγε το μολυσμένο νερό από τον Κουρταλιώτη. Μου δώσανε μια συνταγή για αντιβιωτικά, τα οποία όμως δεν είχα λεφτά ν' αγοράσω. Ευτυχώς ένας άγιος φαρμακοποιός, δέχτηκε να μου τα δώσει αφήνοντάς του την ταυτότητά μου, μέχρι να έχω λεφτά να τον ξεπληρώσω. Τα πράγματα όμως πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο γενικώς. Ο μπετατζής που δουλεύαμε, δεν πίστευε τέτοιες δικαιολογίες και με απέλυσε. Με τη χρήση των φαρμάκων για καμιά βδομάδα τα ούλα μου ξαναβρήκαν την κανονική τους μορφή, αλλά ήμουν άνεργος, άφραγκος και συνεπακόλουθα βάρος για τους υπόλοιπους που ναι μεν καταλάβαιναν, αλλά δυσφορούσαν με την όλη κατάσταση. Ένας απ' αυτούς δούλευε λαντζέρης σ' ένα παραλιακό εστιατόριο πολυτελείας για τρεις χιλιάδες τη βραδυά και μου είπε - αν θέλω - να πάω εγώ στη θέση του γιατί αυτός δεν ήταν ικανοποιημένος. Δεν είχα και πολλές επιλογές και πήγα. Δούλεψα λίγες μέρες, αλλά ούτε κι εγώ ήμουνα ευχαριστημένος μ' αυτά τα λεφτά που δε μου φτάναν ούτε για τσιγάρα. Έτσι αποφάσισα να δώσω τέλος σ' αυτές τις επεισοδιακές διακοπές μου γυρνώντας στην Κέρκυρα. Δεν είχα όμως λεφτά. Τηλεφώνησα στο Νίκο στα Χανιά και του εξήγησα την κατάσταση. Κανόνισα να πάω να τον βρω για να μου δώσει λεφτά για το καράβι. Έτσι κι έγινε. Χαιρέτησα τους Αγρινιώτες που μου είχαν συμπαρασταθεί όλο αυτό το διάστημα και πήρα το λεωφορείο για τα Χανιά.
Ο Νίκος με περίμενε στο σταθμό και πήγαμε κατευθείαν να βγάλουμε εισιτήριο για το καράβι, που θα 'φευγε το απόγευμα. Μου αγόρασε επίσης κι ένα μπουκάλι ρακί για το ταξίδι. Χαιρετηθήκαμε και μπήκα στο καράβι. Έπιασα πρώτη θέση στο κατάστρωμα δίπλα σε κάτι αμερικανάκια τουρίστες που είχαν και μια κιθάρα και γρατσουνούσαν και τραγουδούσαν όλοι μαζί. Επειδή με είδαν μόνο μου με καλέσαν κοντά τους να μην έχω μοναξιές. Τους έπαιξα και γω λίγο κιθάρα να μη νομίζουν ότι εμείς οι Έλληνες είμαστε αμόρφωτοι. Τη ρακή την είχα σ' ένα μπουκάλι του νερού και έπινα λίγο λίγο μικρές γουλιές. Ένας μακρυμάλλης από τα αμερικανάκια λόγω της εμφάνισής μου, νόμιζε ότι έπινα νερό γιατί δεν είχα λεφτά να πιω τίποτε άλλο. Μου πρότεινε μια μπουκάλα κρασί που έπινε αυτός και ήπια και τον ευχαρίστησα. Του είπα να πιει κι αυτός λίγο από το μπουκάλι μου. Μάλλον δεν κατάλαβε τις προθέσεις μου. Πίστευε ότι πίνω νερό και του 'δωσα και γω από το μπουκάλι μου για να μη φανώ αγενής και για να ξεδιψάσει. Πήρε το μπουκάλι και ήπιε βιαστικά μια γερή γουλιά σαν κάποιος που είναι πολύ διψασμένος. Κατέβασε απότομα το μπουκάλι και τα μάτια του πετάχτηκαν έξω. <> φώναξε όταν κατόρθωσε να αρθρώσει ξανά. Του είπα τι είναι και τότε κατάλαβε ότι δεν έπινα νερό. Σε δέκα λεπτά κι ενώ εμείς οι υπόλοιποι γκαρίζαμε και τραγουδούσαμε, έγειρε στο πλάι και αποκοιμήθηκε. Η ρακή ήταν μάλλον δυνατή για την ιδιοσυγκρασία του. Αρκετά αργότερα όταν το πάρτυ τελείωσε, αποκοιμήθηκα κι εγώ στα καθίσματα του καταστρώματος.
Το πρωί φτάσαμε στον Πειραιά. Ξεκίνησα για το σπίτι μιας θειάς μου με σκοπό να βρώ τα ίχνη του αδελφού μου που υπηρετούσε τη θητεία του στην προεδρική φρουρά εκείνο τον καιρό. Εγώ από στρατό δεν ήξερα και πολλά - είχα αναβολή. Όταν έφτασα στης θειάς μου, με κοιτάζανε σαν εξωγήινο και μου είπαν να πάρω αμέσως τηλέφωνο τους δικούς μου να ησυχάσουν. Το έκανα. Αφού έκατσα και ξεκουράστηκα λίγες ώρες, πήρα τηλέφωνο τον αδελφό μου κι έμαθα πως δεν είχε βάρδυα εκείνο το απόγευμα και αποφάσισα να πάω να τον βρω. Κατέβηκα στο Σύνταγμα και πήγα στην πύλη που φρουρούσαν και στεγάζαν τους τσολιάδες. Ο φαντάρος στην πύλη έπαθε ψιλοπλάκα με την εμφάνισή μου και φώναξε τον Αλέκο. Αυτός ήρθε μ' έβαλε μέσα και πήγαμε στο κυλικείο που έχουν εκεί να κάτσουμε να τα πούμε. Τον ρώτησα πώς τα περνούσε και μου είπε ότι γενικά περνούσε πολύ καλά. Δεν βαρούσε σκοπιές στον Άγνωστο Στρατιώτη, αλλά βρισκόταν εκεί γιατί ήταν καλός χορευτής των δημοτικών μας τραγουδιών και ότι είχε πάει Αμερική και θα ξαναπήγαινε για να διασκεδάσει τους Έλληνες της ξενητειάς. Χάρηκα ιδιαίτερα και του είπα κι εγώ τις καλοκαιρινές μου εμπειρίες από τις διακοπές. Στο τέλος του ζήτησα να μου δώσει - αν έχει - χρήματα για να πάρω το λεωφορείο για Κέρκυρα. Είχε, μου έδωσε και χαιρετηθήκαμε.
Το επόμενο πρωί πήρα το λεωφορείο για το νησί των Φαιάκων. Ένας πολύ όμορφος κύκλος συναρπαστικών εμπειριών τέλειωσε και ένας άλλος, μαύρος δυστυχώς αυτή τη φορά, άνοιξε μ' αυτήν την επιστροφή. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία...


_____________________________

Υ.Γ.
Η όποια ομοιότητα με τα πρόσωπα, τα τοπία και την πλοκή του κειμένου, είναι τελείως συμπτωματική και προέρχεται από την φαντασία και τις καλλιτεχνικές ανησυχίες του συγγραφέα...

Tags: Μέλη